- ἀδακρυτί
- ἀδακρῡτί , ἀδακρυτίtearlesslyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδακρυτί — ἀδακρυτὶ επίρρ. (Α) [ἀδάκρυτος] αδάκρυτα, χωρίς δάκρυα, χωρίς στενοχώρια … Dictionary of Greek
αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek